- αναφύρω
- (Α ἀναφύρω) [φύρω]1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφυρώ — ἀναφυρῶ ( άω) (AM) [φυρώ] αναμιγνύω, ανακατώνω καλά, ζυμώνω … Dictionary of Greek
προαναφυρώ — άω, Α διαβρέχω, μουσκεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφυρῶ «αναμιγνύω, ζυμώνω»] … Dictionary of Greek
συναναφυρώ — άω, Α συναναφύρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναφυρῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
συναναφύρω — ΜΑ 1. ανακατεύω μαζί 2. παθ. συναναφύρομαι συναναστρέφομαι αρχ. (μέσ. παθ.) α) κυλιέμαι κάπου μαζί με άλλους β) μτφ. κυλιέμαι στη λάσπη, έχω επιλήψιμες συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναφύρω «αναμιγνύω, συγχέω, μιαίνω»] … Dictionary of Greek